- ἐπεπείθετο
- ἐπιπείθομαιto be persuadedimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπεπείθεθ' — ἐπεπείθετο , ἐπιπείθομαι to be persuaded imperf ind mp 3rd sg ἐπεπείθετε , ἐπιπείθομαι to be persuaded imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεπείθετ' — ἐπεπείθετο , ἐπιπείθομαι to be persuaded imperf ind mp 3rd sg ἐπεπείθετε , ἐπιπείθομαι to be persuaded imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπείθομαι — ἐπιπείθομαι (Α) 1. πείθομαι στα λόγια κάποιου («εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ ἴμεν», Ομ. Ιλ.) 2. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω («ἡμῑν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ», Ομ. Οδ.) 3. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη σε κάτι, εμπιστεύομαι… … Dictionary of Greek